Η χρόνια φλεβική ανεπάρκεια ή φλεβίτιδα, όπως συχνά αναφέρεται από τους ασθενείς,
αποτελεί μία από τις συχνότερες παθήσεις στο Δυτικό κόσμο, καθώς υπολογίζεται ότι
περίπου 10-20% των ανδρών και 30-40% των γυναικών θα εμφανίσουν συμπτώματα
φλεβικής ανεπάρκειας. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο σε γυναίκες μετά την
εμμηνόπαυση όπου πλέον αφορά σχεδόν 1 στις 2 γυναίκες.
Η σημασία της συχνά υποεκτιμάται καθώς πολλές φορές θεωρείται πρόβλημα απλά
αισθητικό ή ενοχλητικών συμπτώματων όπως το οίδημα, το κάψιμο και το βάρος στα
πόδια. Εάν ωστόσο δεν διαγνωσθεί και αντιμετωπισθεί εγκαίρως, μπορεί, σε
προχωρημένα στάδια, να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές, όπως η θρόμβωση και τα
φλεβικά έλκη.
Τι είναι η φλεβική ανεπάρκεια
Οι φλέβες είναι τα αγγεία που επιστρέφουν το αίμα στην καρδιά. Ειδικά για τις φλέβες των
κάτω άκρων αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δουλεύουν ενάντια και στη βαρύτητα. Για να το
επιτύχουν αυτό αφενός χρειάζονται τη βοήθεια των μυών, οι οποίοι με την κίνηση τους
πιέζουν τις φλέβες και σαν αντλία ωθούν το αίμα προς τα πάνω και αφετέρου έχουν κατά
μήκος τους βαλβίδες, οι οποίες μόλις περάσει το αίμα, φυσιολογικά κλείνουν και δεν
επιτρέπουν να γυρίσει προς τα κάτω, ωθώντας το έτσι σταδιακά μέχρι την καρδιά. Όταν
όμως αυτές οι βαλβίδες χαλάσουν, το αίμα επιστρέφει προς τα κάτω, λιμνάζει στα πόδια, η
πίεση στο εσωτερικό των φλεβών αυξάνεται κι έτσι φουσκώνουν. Το γεγονός αυτό έχει ως
συνέπεια, σε πρώτο στάδιο, συμπτώματα όπως πρήξιμο, βάρος, κάψιμο, φαγούρα ή
νυκτερινές κράμπες. Καθώς όμως το πρόβλημα συνεχίζεται, το τοίχωμα των φλεβών δεν
αντέχει κι έτσι τελικά “ξεχειλώνουν” και δημιουργούνται οι λεγόμενοι κιρσοί, που αποτελούν
το δεύτερο στάδιο της φλεβικής ανεπάρκειας
Αιτίες και παράγοντες κινδύνου
Το σημαντικότερο ρόλο για την δυσλειτουργία αυτή των βαλβίδων και την εμφάνιση της
φλεβικής ανεπάρκειας φαίνεται ότι παίζει η κληρονομικότητα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις
που ξεκινά από νεαρή ηλικία. Άλλοι παράγοντες που προδιαθέτουν στην εμφάνιση και
εξέλιξη του προβλήματος είναι η ακινησία, είτε αφορά πολύωρη ορθοστασία είτε καθιστική
ζωή, η ζέστη, η παχυσαρκία και ειδικά στις γυναίκες η εγκυμοσύνη, η εμμηνόπαυση και
γενικά οι ορμονικές μεταβολές. Το κάπνισμα αν και δεν φαίνεται να παίζει ρόλο στην
δημιουργία των κιρσών, αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα για εμφάνιση θρομβώσεων σε
ασθενείς που έχουν ήδη πρόβλημα.
Διάγνωση
Η διάγνωση στηρίζεται καταρχάς στη λεπτομερή λήψη ιστορικού. Τα συνηθέστερα
συμπτώματα είναι το πρήξιμο, ειδικά στην περιοχή των αστραγάλων, το βάρος, το κάψιμο
και οι νυχτερινές κράμπες. Τα συμπτώματα μπορεί να συνοδεύονται από παρουσία
ορατών φλεβών είτε μικρών κόκκινων μωβ (στάδιο Ι) είτε μεγαλύτερων γαλάζιων και
πράσινων (στάδιο ΙΙ). Για την ακριβέστερη όμως εικόνα και επισήμανση των ιδιαιτεροτήτων
κάθε ασθενή, ιδιαίτερα προεγχειρητικά, είναι αναγκαία η διενέργεια έγχρωμης
υπερηχητικής φλεβογραφίας (triplex φλεβών). Με τη βοήθεια του triplex αποσαφηνίζεται η
ακριβής προέλευση και έκταση του προβλήματος, εντοπίζονται τυχόν επιπλέον
παθολογικές καταστάσεις, που δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθούν κλινικά και το
κυριότερο, καθορίζεται ο χρόνος και ο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης.
Θεραπεία
Η θεραπεία σε αρχικό στάδιο, όταν ο κίνδυνος επιπλοκών είναι μικρός και τα συμπτώματα
δεν επηρεάζουν την ποιότητα ζωής, μπορεί να είναι συντηρητική και βασίζεται κυρίως στη
χρήση ελαστικής κάλτσας διαβαθμισμένης συμπίεσης.
Στο στάδιο των κιρσών, ωστόσο, αφενός τα συμπτώματα γίνονται εντονότερα αφετέρου
αυξάνεται η πιθανότητα εμφάνισης επιπλοκών με σημαντικότερη και δυστυχώς συχνότερη
τη θρόμβωση, την πήξη δηλαδή του αίματος που λιμνάζει στις φλέβες, η οποία μπορεί να
αποβεί επικίνδυνη για τη ζωή. Άλλες επιπλοκές είναι η αιμορραγία από ρήξη των
διογκωμένων φλεβών και, σε τελικό στάδιο, η δημιουργία ελκών καθώς από την χρόνια
αυξημένη πίεση εντός των φλεβών αρχίζει να αλλοιώνεται το δέρμα, το οποίο σκουραίνει,
σκληραίνει και τελικά εξελκώνεται.
Σε προχωρημένες λοιπόν περιπτώσεις, η οριστική και ριζική λύση είναι η χειρουργική
αντιμετώπιση. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, με την ενδοφλεβική μέθοδο αντιμετώπισης με
laser, η χειρουργική θεραπεία έγινε ακόμα πιο απλή και ανώδυνη καθώς η ελαττωματική
φλέβα δεν εκριζώνεται, όπως στο ανοικτό χειρουργείο, αλλά καυτηριάζεται με τη χρήση
του laser. Με την ελάχιστα επεμβατική αυτή μέθοδο δεν απαιτούνται χειρουργικές τομές
και ράμματα, η επέμβαση εκτελείται κυρίως υπό τοπική αναισθησία και επιτυγχάνεται πολύ
πιο άμεση ανάρρωση και αποκατάσταση αφού ο ασθενής επιστρέφει στο σπίτι του την ίδια
μέρα και την επόμενη μέρα στη δραστηριότητα του φορώντας απλά μία ελαστική κάλτσα.
Το ποσοστό επιτυχίας της μεθόδου είναι εφάμιλλο και καλύτερο της ανοιχτής μεθόδου και
φτάνει το 98-99%, δηλαδή το ποσοστό υποτροπής είναι μόλις 1-2%.
Τα πλεονεκτήματα της άμεσης μετεγχειρητικής αποκατάστασης, το άριστο αισθητικό
αποτέλεσμα και η δυνατότητα διενέργειας υπό τοπική αναισθησία, έχουν καθιερώσει την
ενδοφλεβική μέθοδο ως χρυσό κανόνα στην αντιμετώπιση των κιρσών, χωρίς ωστόσο
αυτό να σημαίνει ότι αποτελεί πανάκεια, αφού και η «κλασική» ανοικτή μέθοδος
εξακολουθεί να είναι απαραίτητη σε ορισμένες περιπτώσεις.
Σε κάθε περίπτωση, η ακριβής διάγνωση, ο προσεκτικός προεγχειρητικός σχεδιασμός και
η εξατομικευμένη για κάθε ασθενή επιλογή της κατάλληλης μεθόδου θεραπείας αποτελεί τη
σημαντικότερη προϋπόθεση για την επιτυχή χειρουργική αντιμετώπιση.